Thursday, July 26, 2007

Μόνο τον εαυτό μου δεν ξέρω τι να τον κάνω...

Πριν από μερικές μέρες βρέθηκα σε μεγάλο supermarket, από εκείνα που έχουν μέχρι και ρούχα, ηλεκτρικές συσκευές κλπ. Χρειαζόμουν λίγα πραγματάκια, συγκεκριμένα, οπότε τα συγκέντρωσα γρήγορα στο καλάθι και έκανα να φύγω προς το ταμείο. Είχα όμως ακόμα λίγο χρόνο στη διάθεσή μου, κι έτσι αποφάσισα να κάνω μια βόλτα προς το τμήμα με τα ηλεκτρονικά- μου έκανε εντύπωση που σε ένα supermarket υπάρχει ακόμα και αυτό. Δεξιά κι αριστερά αμέτρητα προϊόντα με προσεγμένο περιτύλιγμα, ελκυστική εμφάνιση, ‘έξυπνα’ τοποθετημένα, μόνο που δεν κρατούσαν ταμπελάκι ‘αγόρασέ με!’. Η κοινωνία της κατανάλωσης... Ένιωσα άσχημα, πήρα τα πράγματά μου και κίνησα γρήγορα για το ταμείο...

Μου φαίνεται αστείο, τόσο αστείο που αγγίζει τα όρια του τραγικού. Μια ζωή δουλεύουμε για να αγοράζουμε. Έχουμε ανάγκη αυτό, εκείνο, το άλλο, α, βγήκε και κάτι καινούριο, να μην το αγοράσουμε; είναι απαραίτητο... Πλασματικές ανάγκες και θέλω, σε μία κοινωνία που υπερπαράγει και υπερκαταναλώνει. Και υπερκαταστρέφει, επίσης- αλλά αυτό δεν το λέμε, δεν ακούγεται όμορφο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πλαστικές σακκούλες. Πόσοι τόνοι παράγονται και διανέμονται στα supermarket, ώστε να μπορούμε κάθε προϊόν να το βάλουμε σε ξεχωριστή σακκούλα;... Υπερβολή; Κι όμως. Αυτό το προϊόν, που ουσιαστικά δεν το αγοράζουμε καν άμεσα, απλώς το χρησιμοποιούμε για να μεταφέρουμε άλλα, κάνει τόσο κακό στον ήδη πολύ επιβαρυμένο πλανήτη μας. Κάθε χρόνο εκατοντάδες θαλάσσιες χελώνες πνίγονται, διότι καταπίνουν πλαστικές σακκούλες που κάποιοι ανεγκέφαλοι πετούν από τα πλοία στη θάλασσα. Οι χελώνες τις νομίζουν για τσούχτρες, μα όταν τις καταπίνουν είναι πια αργά: σε λίγο θα πάψουν να αναπνέουν: πεθαίνουν από ασφυξία.

Όχι, το κείμενο δεν είναι ούτε ‘συμπαθητικό και γλυκούλι’, ούτε μελό. Είναι περιγραφή μιας πραγματικότητας που προτιμούμε να ξεχνούμε ή να αγνοούμε. Φυσικά, οι πλαστικές σακκούλες δεν είναι το μόνο μας πρόβλημα. Είναι όμως τόσο απλό, τόσο εύκολο να περιορίσουμε την αλόγιστη χρήση τους –ναι, υπάρχουν και χάρτινες, ευτυχώς έχουν αρχίσει να τις χρησιμοποιούν ξανά- και να συμβάλουμε έτσι, έστω και λίγο ο καθένας, σε έναν κόσμο λίγο πιο βιώσιμο, λίγο καλύτερο και για άλλα είδη, όχι μόνο για το ανθρώπινο (αλήθεια, γινόμαστε καλύτεροι, ζούμε πιο ποιοτικά μαζεύοντας όλο και περισσότερες σακκούλες;...).

Συνέχεια αγοράζουμε, καταναλώνουμε, μαζεύουμε στο σπίτι μας πολυάριθμα αγαθά –και σακκούλες!- γιατί όλο και κάποια πλασματική ανάγκη θα ανακαλύψουμε ότι ικανοποιούν. Νομίζουμε πως όλος αυτός ο συρφετός θα διευκολύνει τη ζωή μας, πως πραγματικά έχει λόγο ύπαρξης. Και τελικά, μόνο τον εαυτό μας δεν ξέρουμε τι να τον κάνουμε...

Υ.Γ.: Τον τίτλο τον δανείστηκα από μια θεατρική παράσταση βασισμένη σε έργα γνωστού Έλληνα συγγραφέα. Τόσα χρόνια πριν, κι ακόμα τόσο επίκαιρος, ίσως πιο επίκαιρος από ποτέ...

Saturday, July 21, 2007

Η μάχη της Λυδίας

Η Λυδία είναι ένα γλυκύτατο αγγελούδι μόλις τριών ετών. Έχει διαγνωστεί με καρκίνο. Ο μπαμπάς της καταγράφει σε blog τις εξελίξεις σχετικά με την υγεία της. Μία θετική σκέψη για τη Λυδία, που αγωνίζεται και εύχομαι ολόψυχα να βγει νικήτρια από αυτή τη δύσκολη μάχη.

Thursday, July 12, 2007

Μια γωνιά 30 χρόνια πίσω

Πριν από λίγες μέρες, ένα όμορφο πρωινό, έτυχε να έχω ένα μικρό ‘κενό’ στο –κατά τα άλλα αρκετά αγχωτικό- πρόγραμμα που (προσπαθώ να) ακολουθώ τελευταία. Τέτοιου είδους αναπάντεχα διαλείμματα φροντίζω να τα εκμεταλλεύομαι όσο καλύτερα μπορώ, ώστε να πραγματοποιώ μικρές ‘αποδράσεις’ από την καθημερινή ρουτίνα, μέσα στην πόλη. Έτσι, όλο και ανακαλύπτω κρυμμένες γωνιές, γειτονιές που δεν έχει τύχει να γνωρίσω· είναι ο μικρός εξερευνητής μέσα μου, που με ωθεί συχνά να κάνω βόλτες στα πιο απίθανα μέρη...

Αυτή τη φορά σημείο εκκίνησης ένα καθόλου απίθανο και μάλιστα πολύ κομβικό σημείο: η Ομόνοια. Αποφασίζω να κατευθυνθώ προς την οδό Αθηνάς. Αυτός ο δρόμος έχει μία ιδιαιτερότητα. Όχι γιατί είναι ο δρόμος στον οποίο έχω τις μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνω χαλκομανία (ναι, πραγματικά, όποτε τον διασχίζω, στο παρά πέντε γλιτώνω πάντα μία στενού τύπου επαφή με την άσφαλτο!). Η οδός Αθηνάς, πιστεύω, αποτελεί το όριο ανάμεσα σε δύο κόσμους, που συνυπάρχουν στην ίδια πόλη. Από τη μία πλευρά, αποτελεί το σύνορο της σύγχρονης Αθήνας, της πόλης που βιώνουμε καθημερινά. Πρόκειται για την πρωτεύουσα με τα πολυώροφα κτήρια, με τους ανθρώπους και τα αυτοκίνητα που τρέχουν να προλάβουν το χαμένο χρόνο. Από την άλλη...

Μόλις έχω φτάσει στην αρχή της Αθηνάς. Από το μυαλό μου περνάει μια σκέψη σαν αστραπή. Χαμογελώ. Διασχίζω το δρόμο –με προσοχή, μη μας φάνε λάχανο αυτή τη φορά- και σε λίγο βρίσκομαι στην Πειραιώς. Εκεί μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο. Στρίβω αριστερά σε ένα σοκάκι που η όψη του παραπέμπει σε γκραβούρα εποχής. Τριγύρω άνθρωποι από την Κίνα, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, την Αφρικανική ήπειρο. Πρόσωπα κουρασμένα, σκαμμένα από την πάλη για επιβίωση σε μία πόλη με συχνά απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και ελάχιστη ανεκτικότητα στο διαφορετικό.

Χαζεύω τα κτήρια δεξιά αριστερά. Το καθένα κρύβει ανάμεσα σε τέσσερεις τοίχους τη δική του ιστορία, η οποία ξεκινά αρκετές δεκαετίες πριν. Εκείνη την εποχή που οι τρεις όροφοι- maximum- των σπιτιών μας επέτρεπαν να δούμε ένα μεγάλο κομμάτι του ουρανού μόλις γυρίζαμε να κοιτάξουμε ψηλά. Σ’αυτή τη γειτονιά, ο χρόνος σαν να έχει σταματήσει, ή μάλλον κυλάει αφύσικα αργά σε σχέση με τους ρυθμούς της υπόλοιπης Αθήνας. Πρόκειται για μια ζωντανή αναπαράσταση της πραγματικότητας, όπως ήταν τρεις δεκαετίες πριν. Ακόμα και τα μαγαζιά έχουν έναν αέρα άλλης εποχής.

Μπαίνω σε ένα μαγαζί με πρώτες ύλες για αρώματα, καλλυντικά κλπ.Τα ράφια στους τοίχους γεμάτα μικρά και μεγάλα γυάλινα σκουρόχρωμα μπουκάλια, όμοια με εκείνα που χρησιμοποιούσαν παλιά στα φαρμακεία. Οι υπάλληλοι, μέσα στο γενικότερο κλίμα, λειτουργούν κι εκείνοι στο ρελαντί. Πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους πελάτες, κοιτάζουν ίσως με απορία τους πελάτες που αγχώνονται να προλάβουν- τι ακριβώς; Παλιού τύπου αποδείξεις, χειρόγραφες, ξύλινες βοηθητικές σκάλες που μετακινούνται από τη μία άκρη του μαγαζιού στην άλλη για να φτάσει ο υπάλληλος το χ μπουκαλάκι στο τελευταίο ράφι εκεί ψηλά...

Νοσταλγική ατμόσφαιρα... Βγαίνω και κατευθύνομαι προς τη Βαρβάκειο. Λίγο πριν φτάσω στην υπαίθρια αγορά, με προσπερνάει ένας σκουρόχρωμος νεαρός, με λευκή κελεμπία. Έχει αεράκι και η κελεμπία ανεμίζει, σχεδόν χορεύει. Ο άνθρωπος μοιάζει οπτασία από τόπους μακρινούς και μυστηριώδεις. Όνειρο είναι; Χαμογελώ. νιώθω πως πραγματοποίησα ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο. Αυτή η πόλη τελικά βρίθει από αντιθέσεις. Το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον, το διαφορετικό, όλα μαζί δημιουργούν έναν πολύχρωμο καμβά που με γεμίζει αισιοδοξία.

Tuesday, July 3, 2007

Οι τζάμπα μάγκες ας πάνε στο σπίτι να πλύνουν κανένα πιάτο [κι ας αφήσουν εμάς, τους υπόλοιπους normal οδηγούς να κυκλοφορούμε χαλαροί]

Το διήμερο που πέρασε είπα να ξεφύγω λίγο από το κλεινόν άστυ. Κάτι η πρόσκληση από ένα καλό φιλαράκι που μένει στην Πάτρα, κάτι η ίδια η πόλη που είναι πανέμορφη, δεν ήθελα και πολύ... άρπαξα 2-3 πράγματα, πήρα το αυτοκίνητο κ έφυγα.

Η διαδρομή γνωστή, ο καιρός καλός, η διάθεσή μου στο ζενίθ, ανεβαστική μουσική... όλες οι προϋποθέσεις για να κυλήσει καλά το ταξίδι. Μπαίνω λοιπόν στην αττική οδό με την (αυτο)πεποίθηση ότι τα πράγματα θα πάνε πρίμα. Κι όμως, πού να ήξερα... Σε λίγο θα άρχιζε το γνωστό θεατρικό έργο Είμαι μάγκας και το δείχνω!

σκηνικό 1ο: Αυτοκίνητο μεσαίας κατηγορίας. Στη θέση του οδηγού μεσοαστός οικογενειάρχης, με τη σύζυγο δίπλα και παιδί (ή παιδιά) στο πίσω κάθισμα. Σταυρός που ταλαντεύεται κάτω από το καθρεφτάκι του οδηγού (είμαστε καλοί χριστιανοί και το δείχνουμε, είπατε τίποτα;;;;;), χέρι βαριεστημένα κρεμασμένο έξω από το παράθυρο, χρυσό βραχιόλι-ταυτότητα στον καρπό, ύφος ‘έξυπνο’ και σκληρό, που δε σηκώνει πολλά πολλά. Οδηγεί στην αριστερή λωρίδα- είναι ‘ψημμένος’ από τα 15 στους δρόμους, τρέχει με πολλά παραπάνω χιλιόμετρα από όσα του επιτρέπουν ο δρόμος, οι συνθήκες και το ίδιο το αυτοκίνητο (το παιδί να έχει πατέρα- παράδειγμα προς μίμηση όταν μεγαλώσει), και το κυριότερο... δεν ανέχεται να προηγούνται στην ίδια λωρίδα άλλα αυτοκίνητα. Αναβοσβήνει νευρικά και επανειλημμένα τους προβολείς (το γεγονός ότι τυφλώνει τον μπροστινό δε φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα) και κολλάει τη μηχανή πίσω από το προπορευόμενο όχημα (για αποστάσεις ασφαλείας ούτε λόγος, είπαμε, είναι ‘ψημμένος’ οδηγός, ξέρει...).

σκηνικό 2ο: Νεαρή, ξανθομαλλούσα, ετών 20φεύγα, συμπαθέστατη κατά τα φαινόμενα. Μέσα σε coupé cabrio, πανάκριβο δώρο του εύπορου μπαμπά (είδατε η κόρη μου τι αυτοκίνητο οδηγεί;;;), με εξίσου πανάκριβα γυαλιά ηλίου και έντονη αναποφασιστικότητα: περνάει από τη μία λωρίδα στην άλλη με την ίδια ευκολία που αλλάζει το χρώμα στα νύχια των χεριών της. Έτσι κ αλλιώς, μία τόσο σοβαρή απόφαση θέλει χρόνο, οπότε μέχρι να αποφασίσει, κινείται μεταξύ αριστερής και μεσαίας λωρίδας με βήμα κάβουρα και φυσικά χωρίς να χρησιμοποιήσει τα φλας (‘μα αυτά είναι μόνο για τους ξενέρωτους και τους ψαρωμένους πρωτάρηδες!’). Τρέφει τη βαθειά πεποίθηση πως με τα χρήματα του μπαμπά μπορεί να αγοράσει όλο τον κόσμο· άλλωστε, κάποια στιγμη ο μπαμπάς θα φροντίσει να της πάρει την αττική οδό (κι όλο το υπόλοιπο οδικό δίκτυο) δώρο, οπότε και θα λυθεί το μεγάλο πρόβλημα- σπαζοκεφαλιά ‘μεσαία ή αριστερή;’.

σκηνικό 3ο: Νεαρός, ωραιοπαθής, γνωστός και ως γκαζοφονιάς ή φυσέκι, ανάλογα με την πληθυσμιακή ομάδα στην οποία ανήκει αυτός που τον βλέπει (παθών ή θαυμαστής- ανταγωνιστής στην ταχύτητα). Κοντά στα πρώτα –άντα συνήθως, ο πρωταγωνιστής μας είχε από μικρός κρυφό όνειρο να συμμετάσχει στη formula 1. Η ζωή όμως του φέρθηκε σκληρα, τον παράτησε σύξυλο, κ έτσι εκείνος τρέχει από πίσω της να την προλάβει. Με ύφος ειδήμονα διατυμπανίζει ότι ποτέ δεν τρέχει με λιγότερο από160 km/h, καλύπτει την ίδια απόσταση με οποιονδήποτε άλλο, κοινό θνητό στη μισή ώρα, και περιμένει ανυπόμονα να εισπράξει βλέμματα θαυμασμού από ένα φανταστικό ακροατήριο –κατά προτίμηση γυναικείο- το οποίο θα κρέμεται από τα χείλη του. Μικρός έπαιζε ηλεκτρονικά παιχνίδια με αγώνες ταχύτητας. Από εκεί του έχει μείνει και η συνήθεια να προσπερνάει εμπόδια (=τα υπόλοιπα αυτοκίνητα) κάνοντας απίστευτα zig-zag. Η περίπτωση να συγκρουστεί με άλλο αυτοκίνητο που προσπερνάει από την αριστερή πλευρά τυχόν προπορευόμενο, τη στιγμή που ο ίδιος προσπερνάει το ίδιο αυτοκίνητο από δεξιά (γιατί είναι μάγκας κι έχει τσαγανό), δε φάνεται να τον πτοεί διόλου. Όλη η ζωή είναι ένα video game, ποτέ του δεν την πήρε στα σοβαρά, τώρα θα την πάρει;

Με αφορμή τα παραπάνω, θυμήθηκα κάτι που πάθαμε με μια φίλη, λίγες εβδομάδες πριν. Βράδυ, σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας, ψάχναμε να παρκάρουμε. Η κοπέλα είχε βγάλει αλάρμ και επιβράδυνε, οδηγώντας στην άκρη του δρόμου, ώστε να μην εμποδίζει τη ροή των υπόλοιπων αυτοκινήτων. Οπότε σε κάποια στιγμή, την προσπερνάει γκαζωμένος εκπρόσωπος της κατά τα άλλα συμπαθούς κίτρινης φυλής (κοινώς ταρίφας), ο οποίος με ευγένεια ψυχής της φωνάζει ‘να πας να πλύνεις κανένα πιάτο!’.

Όχι φίλε μου, δε θα πάει να πλύνει κανένα απολύτως πιάτο. Κι αφού εσύ και όλοι εκείνοι που συμπεριφέρονται με την ίδια ανυπομονησία, αγένεια, ψευτομαγκιά και οδηγούν το ίδιο επικίνδυνα με σένα, είστε δημόσιοι κίνδυνοι και βάζετε τη ζωή όλων των υπόλοιπων σε ρίσκο, εσείς να πάτε να πλύνετε, όχι ένα, αλλά πολλά πιάτα. Αν δεν τα καταφέρετε ούτε κι εκεί, τουλάχιστον στην κουζίνα δε θα πάρετε ζωές τρίτων στο λαιμό σας.

Monday, July 2, 2007

Μία τουλίπα ανθίζει...

Η δημιουργία ενός blog είναι μία ιδέα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου εδώ και αρκετο καιρό. Με γοητεύει ο διάλογος που αναπτύσσεται με αφορμή ένα κείμενο: λίγες γραμμές που προκαλούν σκέψεις και συνειρμούς στους αναγνώστες τους, και αποτελούν αφορμή για μία ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στον συγγραφέα και στους αναγνώστες, για καινούριους προβληματισμούς και νέες οπτικές.

Μία τουλίπα ανθίζει... και παροτρύνει και άλλες να ανθίσουν μαζί της στη δημιουργία μιας πολύχρωμης, πολυφωνικής blog πρ
αγματικότητας.