Thursday, July 12, 2007

Μια γωνιά 30 χρόνια πίσω

Πριν από λίγες μέρες, ένα όμορφο πρωινό, έτυχε να έχω ένα μικρό ‘κενό’ στο –κατά τα άλλα αρκετά αγχωτικό- πρόγραμμα που (προσπαθώ να) ακολουθώ τελευταία. Τέτοιου είδους αναπάντεχα διαλείμματα φροντίζω να τα εκμεταλλεύομαι όσο καλύτερα μπορώ, ώστε να πραγματοποιώ μικρές ‘αποδράσεις’ από την καθημερινή ρουτίνα, μέσα στην πόλη. Έτσι, όλο και ανακαλύπτω κρυμμένες γωνιές, γειτονιές που δεν έχει τύχει να γνωρίσω· είναι ο μικρός εξερευνητής μέσα μου, που με ωθεί συχνά να κάνω βόλτες στα πιο απίθανα μέρη...

Αυτή τη φορά σημείο εκκίνησης ένα καθόλου απίθανο και μάλιστα πολύ κομβικό σημείο: η Ομόνοια. Αποφασίζω να κατευθυνθώ προς την οδό Αθηνάς. Αυτός ο δρόμος έχει μία ιδιαιτερότητα. Όχι γιατί είναι ο δρόμος στον οποίο έχω τις μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνω χαλκομανία (ναι, πραγματικά, όποτε τον διασχίζω, στο παρά πέντε γλιτώνω πάντα μία στενού τύπου επαφή με την άσφαλτο!). Η οδός Αθηνάς, πιστεύω, αποτελεί το όριο ανάμεσα σε δύο κόσμους, που συνυπάρχουν στην ίδια πόλη. Από τη μία πλευρά, αποτελεί το σύνορο της σύγχρονης Αθήνας, της πόλης που βιώνουμε καθημερινά. Πρόκειται για την πρωτεύουσα με τα πολυώροφα κτήρια, με τους ανθρώπους και τα αυτοκίνητα που τρέχουν να προλάβουν το χαμένο χρόνο. Από την άλλη...

Μόλις έχω φτάσει στην αρχή της Αθηνάς. Από το μυαλό μου περνάει μια σκέψη σαν αστραπή. Χαμογελώ. Διασχίζω το δρόμο –με προσοχή, μη μας φάνε λάχανο αυτή τη φορά- και σε λίγο βρίσκομαι στην Πειραιώς. Εκεί μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο. Στρίβω αριστερά σε ένα σοκάκι που η όψη του παραπέμπει σε γκραβούρα εποχής. Τριγύρω άνθρωποι από την Κίνα, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, την Αφρικανική ήπειρο. Πρόσωπα κουρασμένα, σκαμμένα από την πάλη για επιβίωση σε μία πόλη με συχνά απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και ελάχιστη ανεκτικότητα στο διαφορετικό.

Χαζεύω τα κτήρια δεξιά αριστερά. Το καθένα κρύβει ανάμεσα σε τέσσερεις τοίχους τη δική του ιστορία, η οποία ξεκινά αρκετές δεκαετίες πριν. Εκείνη την εποχή που οι τρεις όροφοι- maximum- των σπιτιών μας επέτρεπαν να δούμε ένα μεγάλο κομμάτι του ουρανού μόλις γυρίζαμε να κοιτάξουμε ψηλά. Σ’αυτή τη γειτονιά, ο χρόνος σαν να έχει σταματήσει, ή μάλλον κυλάει αφύσικα αργά σε σχέση με τους ρυθμούς της υπόλοιπης Αθήνας. Πρόκειται για μια ζωντανή αναπαράσταση της πραγματικότητας, όπως ήταν τρεις δεκαετίες πριν. Ακόμα και τα μαγαζιά έχουν έναν αέρα άλλης εποχής.

Μπαίνω σε ένα μαγαζί με πρώτες ύλες για αρώματα, καλλυντικά κλπ.Τα ράφια στους τοίχους γεμάτα μικρά και μεγάλα γυάλινα σκουρόχρωμα μπουκάλια, όμοια με εκείνα που χρησιμοποιούσαν παλιά στα φαρμακεία. Οι υπάλληλοι, μέσα στο γενικότερο κλίμα, λειτουργούν κι εκείνοι στο ρελαντί. Πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους πελάτες, κοιτάζουν ίσως με απορία τους πελάτες που αγχώνονται να προλάβουν- τι ακριβώς; Παλιού τύπου αποδείξεις, χειρόγραφες, ξύλινες βοηθητικές σκάλες που μετακινούνται από τη μία άκρη του μαγαζιού στην άλλη για να φτάσει ο υπάλληλος το χ μπουκαλάκι στο τελευταίο ράφι εκεί ψηλά...

Νοσταλγική ατμόσφαιρα... Βγαίνω και κατευθύνομαι προς τη Βαρβάκειο. Λίγο πριν φτάσω στην υπαίθρια αγορά, με προσπερνάει ένας σκουρόχρωμος νεαρός, με λευκή κελεμπία. Έχει αεράκι και η κελεμπία ανεμίζει, σχεδόν χορεύει. Ο άνθρωπος μοιάζει οπτασία από τόπους μακρινούς και μυστηριώδεις. Όνειρο είναι; Χαμογελώ. νιώθω πως πραγματοποίησα ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο. Αυτή η πόλη τελικά βρίθει από αντιθέσεις. Το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον, το διαφορετικό, όλα μαζί δημιουργούν έναν πολύχρωμο καμβά που με γεμίζει αισιοδοξία.

5 comments:

αν ακούς said...

πόσο σπάνια κανω τέτοιες βόλτες πια...σ'ευχαριστώ που μου θύμισες εναν εαυτό μου,πνιγμένο απο τη σκοπιμότητα της καθημερινότητας./πριν απο 2 μηνες σταματημένος με τη μηχανη μου στη κίνηση,ακουω δίπλα μου παιδιά να μιλανε για τα μαθήματα τους,γυρνάω και βλεπω 2 ελληνόπουλα το ένα κιτρινο και το άλλο μαυρο,χαμογέλασα. αλλαζει ο έλληνας σκέφτηκα. γινεται πολυχρωμος,πιο ομορφος. μου αρέσει αυτη η νέα εποχή χωρις συνορα.

nakupenda said...

Πολλοί τρομάζουν με το διαφορετικό. Εμένα με φοβίζουν ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι. Ευτυχώς δεν είμαστε απ'αυτούς! ;-)

Σοφία said...

Πριν καμιά 15αριά χρόνια περίμενα ένα βράδυ λεωφορείο έξω από την πανεπιστημιούπολη της Αθήνας. Από μακριά έβλεπα 2 νεαρούς να περπατάνε προς το μέρος μου. Δεν ξεχώριζα πρόσωπα γιατί ήταν σκοτάδι. Όταν πλησίασαν αρκετά, άκουγα τον ένα να διηγείται μια ιστορία στον άλλο: "και του λέω, ρε μαλάκα, τι πας να κάνεις;" Εκείνη τι στιγμή έφτασαν δίπλα μου, και είδα ότι ήταν μαύροι. Άντε λέω, εκπολιτίστηκαν κι αυτοί... ;-)

tulipa nera said...

Σοφία καλωσόρισες στην ανθισμένη γωνιά μας! Η συγκεκριμένη λέξη έχει πια γίνει ψωμοτύρι στον καθημερινό μας διάλογο, χρησιμοποιείται σχεδόν παντού. Έτσι, όσοι ξένοι έρχονται σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα, δυστυχώς την μαθαίνουν πολύ γρήγορα. Ελπίζω να μην τους μένει μόνο αυτό από την Ελλάδα, δεν μας τιμάει ιδιαίτερα θα έλεγα...

Σοφία said...

Να σου πω, εκείνο που με εντυπωσίασε δεν ήταν η λέξη καθαυτή, αλλά το γεγονός ότι μιλούσαν τη γλώσσα εντελώς σαν Έλληνες, με τα καλά και τα κακά της.